- επιδερματίς
- ἐπιδερματίς, ἡ (Α)επιδερμίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδερματίς — peel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδερματίδα — ἐπιδερματίς peel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδερματίδες — ἐπιδερματίς peel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδερματίδι — ἐπιδερματίς peel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδερματίδος — ἐπιδερματίς peel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)